λαμπηρός

λαμπηρός
λαμπηρός, ά, όν, (
A

λάμπη 11

) covered with scum, slimy, Hp. ap. Gal. 19.117.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπηρός — λαμπηρός, ά, όν (Α) [λάμπη (ΙΙ)] καλυμμένος από αφρό κρασιού ή ξιδιού …   Dictionary of Greek

  • λαμπηρά — λαμπηρός covered with scum neut nom/voc/acc pl λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc/acc dual λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”